- πέδη
- η, ΝΑ(ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκινεοελλ.1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να διαφύγουν κατά τη μεταφορά τους στο δικαστήριο ή στη φυλακή, χειροπέδη2. (μηχανολ.) όργανο μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η επιβράδυνση ή η ακινητοποίηση ή εξασφαλίζεται η ακινησία κινητού μηχανικού συγκροτήματος, κν. φρένο3. φρ. α) «πέδη δοκιμαστηρίου» — συσκευή που χρησιμεύει στον υπολογισμό τής ισχύος μιας μηχανής, περιλαμβάνει γενικά όργανο προσαρμοσμένο στην κινητήρια άτρακτο, που δεν συνδέεται μηχανικά προς αυτήν, αλλά παρασύρεται στην κίνησή της υπό την επίδραση παθητικών αντιστάσεων και διακρίνεται σε διάφορους τύπουςβ) «πέδη τριβής» ή «πέδη τού Προνύ» — πέδη που αποτελείται από τροχαλία σφηνωμένη επί τής ατράκτου τής μηχανής, και συσφίγγεται μεταξύ σιαγόνων, η τριβή τών οποίων απορροφά το παραγόμενο έργο και τό μετατρέπει σε θερμότητα, μέθοδος απηρχαιωμένη που δεν εφαρμόζεται πλέονγ) «πέδη αεροδυναμικής αντίστασης» ή «μύλος Ρενάρ» — παλιά μέθοδος κατά την οποία η προς μέτρηση ισχύς απορροφάται από την αντίσταση που προβάλλει ο αέρας στην περιστροφή μικρού μύλου σφηνωμένου στην άτρακτο τής μηχανής, μέθοδος που επίσης έχει εγκαταλειφθείδ) «μαγνητική πέδη» — πέδη που εκμεταλλεύεται τα δινορρεύματα Φουκώ, τα οποία παράγονται από την περιστροφή, μέσα στο πεδίο ηλεκτρομαγνήτη, χάλκινου δίσκου στερεωμένου στην άτρακτο τής δοκιμαζόμενης μηχανήςε) «υδραυλική πέδη» ή «πέδη Φρούντε» — πέδη που απαρτίζεται από στροφείο στερεωμένο επί τής ατράκτου τής δοκιμαζόμενης μηχανής το οποίο στρέφεται, σε λουτρό νερού ή ελαίου, στο εσωτερικό στάτη συνδεδεμένου προς μοχλό, το άκρο τού οποίου μπορεί να επενεργήσει επί τού δίσκου ζυγαριάς ή ακόμη να φορτιστεί με σταθμά, ενώ κατά την περιστροφή, το στροφείο εκβάλλει το υγρό και τείνει να παρασύρει τον στάτη κατ' αναλογία προς την αναπτυσσόμενη ροπήστ) «πέδη ηλεκτρική» — γεννήτρια που τήν περιστρέφει ο κινητήρας που δοκιμάζεται και στην οποία η μέτρηση τής ισχύος τού ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει η γεννήτρια προσδιορίζει την ισχύ που αναπτύσσει ο κινητήρας, εφόσον είναι γνωστός ο συντελεστής ωφέλιμης ενέργειας τής γεννήτριαςαρχ.1. δεσμός τών ποδιών δούλων αιχμαλώτων και εγκληματιών ώστε να μην μπορούν να δραπετεύσουν, ποδόδεσμα2. είδος κοσμήματος που φοριόταν γύρω από τα σφυρά τού ποδιού3. αλιευτικό δίχτυ4. α) (ως όρος τής ιππικής) τρόπος εξημέρωσης αλόγουβ) (κατά τον Ησύχ.) είδος ιππασίας5. μτφ. α) (ειδικά) ο χιτών μέσα στον οποίο μπερδεύτηκε ο Αγαμέμνονας («πέδαις ἀχαλκεύτοῑς ὀθ' ἡρέθης», Αισχύλ.)β) για τον χιτώνα που δηλητηριάστηκε από το αίμα τού Νέσσου6. μτφ. χαρακτηρισμός τών φρουρίων τής Χαλκίδας, Κορίνθου και Δημητριάδος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδη ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ped- «πόδι» (βλ. λ. πους). Τον ίδιο φωνηεντισμό εμφανίζουν και οι λ. πέδιλον, πέδον, πεδίον, πέζα, πεζός. Για τη σημ. «δεσμός, εμπόδιο» πρβλ. ἐμποδών «μέσα στα πόδια, ως εμπόδιο» και τα λατ. pedica «δεσμός», im-pedio «εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.